- αραβόφωνος
- η , ο [ος , ον ] имеющий родным языком арабский (о лицах неарабского происхождения)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραβόφωνος — η, ο 1. αυτός που μιλά την αραβική γλώσσα χωρίς να είναι Άραβας στην εθνικότητα («αραβόφωνοι Σύροι») 2. αυτός που μιλά την αραβική («όλος ο αραβόφωνος κόσμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + φωνή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ι. Βαλαβάνη] … Dictionary of Greek
αραβόφωνος — η, ο βλ. αραβόγλωσσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραβόγλωσσος — η, ο ο αραβόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + γλωσσος < γλώσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Παύλο Καρολίδη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αραβόγλωσσος — αραβόγλωσσος, η, ο και αραβόφωνος, η, ο αυτός που έχει μητρική γλώσσα την αραβική, αλλά δεν είναι Άραβας στην εθνικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)